Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τῷ κέρατι

См. также в других словарях:

  • κέρατι — κέρᾱτι , κέρας Aër. neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατίτιδος — κερατί̱τιδος , κερατῖτις horned fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CORNU — proprie de quadrupedibus. Plin. l. 11. c. 37. Cornua multis quidem et aquatilium et marinorum et serpentum variis data sunt modis: sed quae iure cornua intelligantur, quadrupedum generi tantum Nec alibi maior naturae lascivia lusit animalium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιβομβώ — ἐπιβομβῶ, έω (Α) 1. κάνω θόρυβο μετά από άλλον («ὁ δὲ αὐλεῑ τῷ κέρατι, ὁ δὲ ἐπιβομβεῑ τῷ τυμπάνῳ», Λουκιαν.) 2. κάνω κάτι να ηχήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βομβώ «κάνω θόρυβο»] …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • υποτροπή — (Νομ.). Η διάπραξη νέου αξιόποινου αδικήματος έπειτα από προηγούμενη ποινική καταδίκη. Κατά τον ελληνικό Π.Κ. υ. υπάρχει όταν διαπράττεται αξιόποινο αδίκημα που συνεπάγεται ποινή στερητική της ελευθερίας μέσα σε 5 χρόνια από την πλήρη ή μερική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»